Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Προιτίδες
Προῖτος
προϊχνεύω
προΐωξις
πρόκα
προκαθαιρέω
προκαθαίρω
προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
View word page
προκαθέζομαι
sit before others, preside over

ShortDef

sit before others, preside over

Debugging

Headword:
προκαθέζομαι
Headword (normalized):
προκαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαθεζομαι
IDX:
73873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73874
Key:

Data

{'content': 'sit before others, preside over'}