Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϊτέον
προϊτητικός
Προιτίδες
Προῖτος
προϊχνεύω
προΐωξις
πρόκα
προκαθαιρέω
προκαθαίρω
προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
View word page
προκαθαρπάζω
snatch away before

ShortDef

snatch away before

Debugging

Headword:
προκαθαρπάζω
Headword (normalized):
προκαθαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
προκαθαρπαζω
IDX:
73871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73872
Key:

Data

{'content': 'snatch away before'}