Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προΐστωρ
προϊσχναίνω
προΐσχω
προϊτέον
προϊτητικός
Προιτίδες
Προῖτος
προϊχνεύω
προΐωξις
πρόκα
προκαθαιρέω
προκαθαίρω
προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
View word page
προκαθαιρέω
conquer before

ShortDef

conquer before

Debugging

Headword:
προκαθαιρέω
Headword (normalized):
προκαθαιρέω
Headword (normalized/stripped):
προκαθαιρεω
IDX:
73868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73869
Key:

Data

{'content': 'conquer before'}