Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἀνερωτητέον
ἀνεσθίω
ἀνέσιμος
ἄνεσις
ἀνεσταλμένως
ἀνέστιος
ἀνεστραμμένως
View word page
ἀνερυθριάω
to begin to blush, blush up

ShortDef

to begin to blush, blush up

Debugging

Headword:
ἀνερυθριάω
Headword (normalized):
ἀνερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
ανερυθριαω
IDX:
7385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7386
Key:

Data

{'content': 'to begin to blush, blush up'}