Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
προϊππεύω
προΐπταμαι
προΐσσομαι
προΐστημι
προϊστορέω
προΐστωρ
προϊσχναίνω
προΐσχω
προϊτέον
προϊτητικός
Προιτίδες
Προῖτος
προϊχνεύω
προΐωξις
πρόκα
προκαθαιρέω
View word page
προΐστωρ
witness

ShortDef

witness

Debugging

Headword:
προΐστωρ
Headword (normalized):
προΐστωρ
Headword (normalized/stripped):
προιστωρ
IDX:
73858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73859
Key:

Data

{'content': 'witness'}