Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
προϊππεύω
προΐπταμαι
προΐσσομαι
προΐστημι
προϊστορέω
προΐστωρ
προϊσχναίνω
προΐσχω
προϊτέον
προϊτητικός
Προιτίδες
Προῖτος
προϊχνεύω
προΐωξις
πρόκα
View word page
προϊστορέω
make previous inquiry

ShortDef

make previous inquiry

Debugging

Headword:
προϊστορέω
Headword (normalized):
προϊστορέω
Headword (normalized/stripped):
προιστορεω
IDX:
73857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73858
Key:

Data

{'content': 'make previous inquiry'}