Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
προϊππεύω
προΐπταμαι
προΐσσομαι
προΐστημι
προϊστορέω
προΐστωρ
προϊσχναίνω
προΐσχω
προϊτέον
προϊτητικός
Προιτίδες
View word page
προϊππεύω
ride before

ShortDef

ride before

Debugging

Headword:
προϊππεύω
Headword (normalized):
προϊππεύω
Headword (normalized/stripped):
προιππευω
IDX:
73853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73854
Key:

Data

{'content': 'ride before'}