Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
προϊππεύω
προΐπταμαι
προΐσσομαι
προΐστημι
προϊστορέω
προΐστωρ
προϊσχναίνω
προΐσχω
View word page
προΐξ
gift, present
ShortDef
gift, present
Debugging
Headword:
προΐξ
Headword (normalized):
προΐξ
Headword (normalized/stripped):
προιξ
IDX:
73850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73851
Key:
Data
{'content': 'gift, present'}