Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
προϊππεύω
προΐπταμαι
προΐσσομαι
προΐστημι
προϊστορέω
προΐστωρ
προϊσχναίνω
View word page
προίξ
dowry, gift; adv. freely, unbribed

ShortDef

dowry, gift; adv. freely, unbribed

Debugging

Headword:
προίξ
Headword (normalized):
προίξ
Headword (normalized/stripped):
προιξ
IDX:
73849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73850
Key:

Data

{'content': 'dowry, gift; adv. freely, unbribed'}