Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
προϊππεύω
προΐπταμαι
προΐσσομαι
προΐστημι
View word page
προικοφόρος
dotata

ShortDef

dotata

Debugging

Headword:
προικοφόρος
Headword (normalized):
προικοφόρος
Headword (normalized/stripped):
προικοφορος
IDX:
73846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73847
Key:

Data

{'content': 'dotata'}