Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
προϊππεύω
προΐπταμαι
View word page
προϊκνέομαι
come before
ShortDef
come before
Debugging
Headword:
προϊκνέομαι
Headword (normalized):
προϊκνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προικνεομαι
IDX:
73844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73845
Key:
Data
{'content': 'come before'}