Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
προϊππεύω
View word page
προίκιος
gratuitous
ShortDef
gratuitous
Debugging
Headword:
προίκιος
Headword (normalized):
προίκιος
Headword (normalized/stripped):
προικιος
IDX:
73843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73844
Key:
Data
{'content': 'gratuitous'}