Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϊάλλω
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
προϊππασία
View word page
προικιμαῖος
gratuitous

ShortDef

gratuitous

Debugging

Headword:
προικιμαῖος
Headword (normalized):
προικιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
προικιμαιος
IDX:
73842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73843
Key:

Data

{'content': 'gratuitous'}