Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προθωράκιον
προϊάλλω
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
προΐξ
πρόϊξις
View word page
προικίζω
portion, give a dowry to

ShortDef

portion, give a dowry to

Debugging

Headword:
προικίζω
Headword (normalized):
προικίζω
Headword (normalized/stripped):
προικιζω
IDX:
73841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73842
Key:

Data

{'content': 'portion, give a dowry to'}