Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προθύτης
προθύω
προθωράκιον
προϊάλλω
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προϊλάσκομαι
προίξ
View word page
προϊκετεύω
supplicate before

ShortDef

supplicate before

Debugging

Headword:
προϊκετεύω
Headword (normalized):
προϊκετεύω
Headword (normalized/stripped):
προικετευω
IDX:
73839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73840
Key:

Data

{'content': 'supplicate before'}