Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόθυρον
πρόθυσις
προθύτης
προθύω
προθωράκιον
προϊάλλω
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
View word page
προΐζομαι
take the first seat

ShortDef

take the first seat

Debugging

Headword:
προΐζομαι
Headword (normalized):
προΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
προιζομαι
IDX:
73837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73838
Key:

Data

{'content': 'take the first seat'}