Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προθύραιος
πρόθυρον
πρόθυσις
προθύτης
προθύω
προθωράκιον
προϊάλλω
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
προικοφόρος
View word page
προϊεράομαι
to be deputy priest

ShortDef

to be deputy priest

Debugging

Headword:
προϊεράομαι
Headword (normalized):
προϊεράομαι
Headword (normalized/stripped):
προιεραομαι
IDX:
73836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73837
Key:

Data

{'content': 'to be deputy priest'}