Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόθυμος
προθύραιος
πρόθυρον
πρόθυσις
προθύτης
προθύω
προθωράκιον
προϊάλλω
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
προΐημι
προϊκετεύω
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοφορέομαι
View word page
προϊδρύω
pre-establish
ShortDef
pre-establish
Debugging
Headword:
προϊδρύω
Headword (normalized):
προϊδρύω
Headword (normalized/stripped):
προιδρυω
IDX:
73835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73836
Key:
Data
{'content': 'pre-establish'}