Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προθυμέομαι
προθυμητέον
προθυμητέος
προθυμία
προθυμιάομαι
προθυμίη
προθυμοποιέομαι
προθυμοποίησις
πρόθυμος
προθύραιος
πρόθυρον
πρόθυσις
προθύτης
προθύω
προθωράκιον
προϊάλλω
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προΐζομαι
View word page
πρόθυρον
the front-door, the door leading from the αὐλή
ShortDef
the front-door, the door leading from the αὐλή
Debugging
Headword:
πρόθυρον
Headword (normalized):
πρόθυρον
Headword (normalized/stripped):
προθυρον
IDX:
73827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73828
Key:
Data
{'content': 'the front-door, the door leading from the αὐλή'}