Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόθρονος
προθρυλέω
προθρῴσκω
πρόθυμα
προθυμέομαι
προθυμητέον
προθυμητέος
προθυμία
προθυμιάομαι
προθυμίη
προθυμοποιέομαι
προθυμοποίησις
πρόθυμος
προθύραιος
πρόθυρον
πρόθυσις
προθύτης
προθύω
προθωράκιον
προϊάλλω
προϊάπτω
View word page
προθυμοποιέομαι
make willing

ShortDef

make willing

Debugging

Headword:
προθυμοποιέομαι
Headword (normalized):
προθυμοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
προθυμοποιεομαι
IDX:
73823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73824
Key:

Data

{'content': 'make willing'}