Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἀνερωτητέον
ἀνεσθίω
View word page
ἀνερμάτιστος
without ballast

ShortDef

without ballast

Debugging

Headword:
ἀνερμάτιστος
Headword (normalized):
ἀνερμάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ανερματιστος
IDX:
7380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7381
Key:

Data

{'content': 'without ballast'}