Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προθετικός
προθετός
προθέω
προθέω2
προθεωρέω
προθεώρημα
προθεωρητέον
προθεωρία
προθήκη
προθηράω
προθησαυρίζω
προθικάριος
προθλάω
προθνῄσκω
Προθοήνωρ
Πρόθοος
Προθόων
προθρηνέω
πρόθρονος
προθρυλέω
προθρῴσκω
View word page
προθησαυρίζω
store up, accumulate before
ShortDef
store up, accumulate before
Debugging
Headword:
προθησαυρίζω
Headword (normalized):
προθησαυρίζω
Headword (normalized/stripped):
προθησαυριζω
IDX:
73805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73806
Key:
Data
{'content': 'store up, accumulate before'}