Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἀνερωτητέον
View word page
ἀνερκής
unprotected

ShortDef

unprotected

Debugging

Headword:
ἀνερκής
Headword (normalized):
ἀνερκής
Headword (normalized/stripped):
ανερκης
IDX:
7379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7380
Key:

Data

{'content': 'unprotected'}