Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριομέλιττα
ἀγριομυρίκη
View word page
ἀγριόβουλος
wild of purpose
ShortDef
wild of purpose
Debugging
Headword:
ἀγριόβουλος
Headword (normalized):
ἀγριόβουλος
Headword (normalized/stripped):
αγριοβουλος
IDX:
737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-738
Key:
Data
{'content': 'wild of purpose'}