Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προθέρμανσις
πρόθεσις
προθεσμεύω
προθεσμία
προθέσμιος
προθεσμός
προθεσπίζω
προθετικός
προθετός
προθέω
προθέω2
προθεωρέω
προθεώρημα
προθεωρητέον
προθεωρία
προθήκη
προθηράω
προθησαυρίζω
προθικάριος
προθλάω
προθνῄσκω
View word page
προθέω2
[derivation unclear]

ShortDef

to run before
[derivation unclear]

Debugging

Headword:
προθέω2
Headword (normalized):
προθέω
Headword (normalized/stripped):
προθεω2
IDX:
73798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73799
Key:

Data

{'content': '[derivation unclear]'}