Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προθερμαίνω
προθέρμανσις
πρόθεσις
προθεσμεύω
προθεσμία
προθέσμιος
προθεσμός
προθεσπίζω
προθετικός
προθετός
προθέω
προθέω2
προθεωρέω
προθεώρημα
προθεωρητέον
προθεωρία
προθήκη
προθηράω
προθησαυρίζω
προθικάριος
προθλάω
View word page
προθέω
to run before

ShortDef

to run before
[derivation unclear]

Debugging

Headword:
προθέω
Headword (normalized):
προθέω
Headword (normalized/stripped):
προθεω
IDX:
73797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73798
Key:

Data

{'content': 'to run before'}