Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προθεραπεία
προθεραπεύω
προθερίζω
προθερμαίνω
προθέρμανσις
πρόθεσις
προθεσμεύω
προθεσμία
προθέσμιος
προθεσμός
προθεσπίζω
προθετικός
προθετός
προθέω
προθέω2
προθεωρέω
προθεώρημα
προθεωρητέον
προθεωρία
προθήκη
προθηράω
View word page
προθεσπίζω
to foretell
ShortDef
to foretell
Debugging
Headword:
προθεσπίζω
Headword (normalized):
προθεσπίζω
Headword (normalized/stripped):
προθεσπιζω
IDX:
73794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73795
Key:
Data
{'content': 'to foretell'}