Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προθεμελίωσις
προθεραπεία
προθεραπεύω
προθερίζω
προθερμαίνω
προθέρμανσις
πρόθεσις
προθεσμεύω
προθεσμία
προθέσμιος
προθεσμός
προθεσπίζω
προθετικός
προθετός
προθέω
προθέω2
προθεωρέω
προθεώρημα
προθεωρητέον
προθεωρία
προθήκη
View word page
προθεσμός
privileges
ShortDef
privileges
Debugging
Headword:
προθεσμός
Headword (normalized):
προθεσμός
Headword (normalized/stripped):
προθεσμος
IDX:
73793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73794
Key:
Data
{'content': 'privileges'}