Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προθεμελιόω
προθεμελίωσις
προθεραπεία
προθεραπεύω
προθερίζω
προθερμαίνω
προθέρμανσις
πρόθεσις
προθεσμεύω
προθεσμία
προθέσμιος
προθεσμός
προθεσπίζω
προθετικός
προθετός
προθέω
προθέω2
προθεωρέω
προθεώρημα
προθεωρητέον
προθεωρία
View word page
προθέσμιος
fore-appointed
ShortDef
fore-appointed
Debugging
Headword:
προθέσμιος
Headword (normalized):
προθέσμιος
Headword (normalized/stripped):
προθεσμιος
IDX:
73792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73793
Key:
Data
{'content': 'fore-appointed'}