Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόθεμα
προθεμελιόω
προθεμελίωσις
προθεραπεία
προθεραπεύω
προθερίζω
προθερμαίνω
προθέρμανσις
πρόθεσις
προθεσμεύω
προθεσμία
προθέσμιος
προθεσμός
προθεσπίζω
προθετικός
προθετός
προθέω
προθέω2
προθεωρέω
προθεώρημα
προθεωρητέον
View word page
προθεσμία
day appointed beforehand, a fixed

ShortDef

day appointed beforehand, a fixed

Debugging

Headword:
προθεσμία
Headword (normalized):
προθεσμία
Headword (normalized/stripped):
προθεσμια
IDX:
73791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73792
Key:

Data

{'content': 'day appointed beforehand, a fixed'}