Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προθειλοπεδεύω
πρόθειος
προθέλυμνος
πρόθεμα
προθεμελιόω
προθεμελίωσις
προθεραπεία
προθεραπεύω
προθερίζω
προθερμαίνω
προθέρμανσις
πρόθεσις
προθεσμεύω
προθεσμία
προθέσμιος
προθεσμός
προθεσπίζω
προθετικός
προθετός
προθέω
προθέω2
View word page
προθέρμανσις
previous warming

ShortDef

previous warming

Debugging

Headword:
προθέρμανσις
Headword (normalized):
προθέρμανσις
Headword (normalized/stripped):
προθερμανσις
IDX:
73788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73789
Key:

Data

{'content': 'previous warming'}