Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προθαλής
προθάπτω
προθεάομαι
προθειλοπεδεύω
πρόθειος
προθέλυμνος
πρόθεμα
προθεμελιόω
προθεμελίωσις
προθεραπεία
προθεραπεύω
προθερίζω
προθερμαίνω
προθέρμανσις
πρόθεσις
προθεσμεύω
προθεσμία
προθέσμιος
προθεσμός
προθεσπίζω
προθετικός
View word page
προθεραπεύω
to prepare beforehand

ShortDef

to prepare beforehand

Debugging

Headword:
προθεραπεύω
Headword (normalized):
προθεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
προθεραπευω
IDX:
73785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73786
Key:

Data

{'content': 'to prepare beforehand'}