Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
View word page
ἀνερίθευτος
unbribed, uncorrupted

ShortDef

unbribed, uncorrupted

Debugging

Headword:
ἀνερίθευτος
Headword (normalized):
ἀνερίθευτος
Headword (normalized/stripped):
ανεριθευτος
IDX:
7377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7378
Key:

Data

{'content': 'unbribed, uncorrupted'}