Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προῆμαρ
προημερινός
προηνεμίδες
προηρόσιος
προήσθησις
προησσάω
προηχέω
προθαλής
προθάπτω
προθεάομαι
προθειλοπεδεύω
πρόθειος
προθέλυμνος
πρόθεμα
προθεμελιόω
προθεμελίωσις
προθεραπεία
προθεραπεύω
προθερίζω
προθερμαίνω
προθέρμανσις
View word page
προθειλοπεδεύω
dry in the sun before

ShortDef

dry in the sun before

Debugging

Headword:
προθειλοπεδεύω
Headword (normalized):
προθειλοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
προθειλοπεδευω
IDX:
73778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73779
Key:

Data

{'content': 'dry in the sun before'}