Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προηλιάζω
προῆλιξ
προηλκυσμένως
προῆμαρ
προημερινός
προηνεμίδες
προηρόσιος
προήσθησις
προησσάω
προηχέω
προθαλής
προθάπτω
προθεάομαι
προθειλοπεδεύω
πρόθειος
προθέλυμνος
πρόθεμα
προθεμελιόω
προθεμελίωσις
προθεραπεία
προθεραπεύω
View word page
προθαλής
early growing
ShortDef
early growing
Debugging
Headword:
προθαλής
Headword (normalized):
προθαλής
Headword (normalized/stripped):
προθαλης
IDX:
73775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73776
Key:
Data
{'content': 'early growing'}