Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
View word page
ἀνερεύνητος
not investigated

ShortDef

not investigated

Debugging

Headword:
ἀνερεύνητος
Headword (normalized):
ἀνερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
ανερευνητος
IDX:
7376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7377
Key:

Data

{'content': 'not investigated'}