Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προηγητικός
προηγήτωρ
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προηλιάζω
προῆλιξ
προηλκυσμένως
προῆμαρ
προημερινός
προηνεμίδες
προηρόσιος
προήσθησις
προησσάω
προηχέω
προθαλής
προθάπτω
View word page
προῆλιξ
not having attained to puberty
ShortDef
not having attained to puberty
Debugging
Headword:
προῆλιξ
Headword (normalized):
προῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
προηλιξ
IDX:
73766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73767
Key:
Data
{'content': 'not having attained to puberty'}