Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προηγέομαι
προήγησις
προηγήτειρα
προηγητής
προηγητικός
προηγήτωρ
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προηλιάζω
προῆλιξ
προηλκυσμένως
προῆμαρ
προημερινός
προηνεμίδες
προηρόσιος
προήσθησις
View word page
προήδομαι
to be pleased before

ShortDef

to be pleased before

Debugging

Headword:
προήδομαι
Headword (normalized):
προήδομαι
Headword (normalized/stripped):
προηδομαι
IDX:
73762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73763
Key:

Data

{'content': 'to be pleased before'}