Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προηγεμών
προηγέομαι
προήγησις
προηγήτειρα
προηγητής
προηγητικός
προηγήτωρ
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προηλιάζω
προῆλιξ
προηλκυσμένως
προῆμαρ
προημερινός
προηνεμίδες
προηρόσιος
View word page
προηγουμένως
beforehand, antecedently

ShortDef

beforehand, antecedently

Debugging

Headword:
προηγουμένως
Headword (normalized):
προηγουμένως
Headword (normalized/stripped):
προηγουμενως
IDX:
73761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73762
Key:

Data

{'content': 'beforehand, antecedently'}