Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προηγεμονεύω
προηγεμών
προηγέομαι
προήγησις
προηγήτειρα
προηγητής
προηγητικός
προηγήτωρ
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προηλιάζω
προῆλιξ
προηλκυσμένως
προῆμαρ
προημερινός
προηνεμίδες
View word page
προήγορος
one who speaks in behalf of
ShortDef
one who speaks in behalf of
Debugging
Headword:
προήγορος
Headword (normalized):
προήγορος
Headword (normalized/stripped):
προηγορος
IDX:
73760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73761
Key:
Data
{'content': 'one who speaks in behalf of'}