Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
View word page
ἀνερεύνησις
a searching out

ShortDef

a searching out

Debugging

Headword:
ἀνερεύνησις
Headword (normalized):
ἀνερεύνησις
Headword (normalized/stripped):
ανερευνησις
IDX:
7375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7376
Key:

Data

{'content': 'a searching out'}