Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεωλίζω
προζημιόομαι
προζητέω
προζύμια
προζωννύω
προηβάω
προηγεμονεύω
προηγεμών
προηγέομαι
προήγησις
προηγήτειρα
προηγητής
προηγητικός
προηγήτωρ
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
View word page
προηγήτειρα
leader (f.)

ShortDef

leader (f.)

Debugging

Headword:
προηγήτειρα
Headword (normalized):
προηγήτειρα
Headword (normalized/stripped):
προηγητειρα
IDX:
73754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73755
Key:

Data

{'content': 'leader (f.)'}