Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
προεφοδιάζομαι
προεφοράω
προεφορμάω
προεχής
προεχόντως
προέχω
προέψημα
προέψησις
προέψω
προέω
προεωλίζω
προζημιόομαι
προζητέω
προζύμια
προζωννύω
προηβάω
View word page
προέχω
to hold before, to pretend; to jut out, to excel
ShortDef
to hold before, to pretend; to jut out, to excel
Debugging
Headword:
προέχω
Headword (normalized):
προέχω
Headword (normalized/stripped):
προεχω
IDX:
73739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73740
Key:
Data
{'content': 'to hold before, to pretend; to jut out, to excel'}