Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
View word page
ἀνερευθής
pallid
ShortDef
pallid
Debugging
Headword:
ἀνερευθής
Headword (normalized):
ἀνερευθής
Headword (normalized/stripped):
ανερευθης
IDX:
7373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7374
Key:
Data
{'content': 'pallid'}