Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
προεφοδιάζομαι
προεφοράω
προεφορμάω
προεχής
προεχόντως
προέχω
προέψημα
προέψησις
προέψω
προέω
View word page
προεφοδεύομαι
to be traversed before

ShortDef

to be traversed before

Debugging

Headword:
προεφοδεύομαι
Headword (normalized):
προεφοδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προεφοδευομαι
IDX:
73733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73734
Key:

Data

{'content': 'to be traversed before'}