Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
προεφοδιάζομαι
προεφοράω
προεφορμάω
προεχής
προεχόντως
View word page
προευτρεπίζω
adjust, make ready before
ShortDef
adjust, make ready before
Debugging
Headword:
προευτρεπίζω
Headword (normalized):
προευτρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
προευτρεπιζω
IDX:
73728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73729
Key:
Data
{'content': 'adjust, make ready before'}