Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
προεφοδιάζομαι
προεφοράω
προεφορμάω
View word page
προευπορέω
provide in advance

ShortDef

provide in advance

Debugging

Headword:
προευπορέω
Headword (normalized):
προευπορέω
Headword (normalized/stripped):
προευπορεω
IDX:
73726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73727
Key:

Data

{'content': 'provide in advance'}