Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
View word page
προευλογέω
praise beforehand

ShortDef

praise beforehand

Debugging

Headword:
προευλογέω
Headword (normalized):
προευλογέω
Headword (normalized/stripped):
προευλογεω
IDX:
73723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73724
Key:

Data

{'content': 'praise beforehand'}