Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προεφίημι
προεφίστημι
View word page
προευλαβέομαι
to take heed, be cautious beforehand

ShortDef

to take heed, be cautious beforehand

Debugging

Headword:
προευλαβέομαι
Headword (normalized):
προευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
προευλαβεομαι
IDX:
73722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73723
Key:

Data

{'content': 'to take heed, be cautious beforehand'}