Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προέτειος
προετέον
προετήσιαι
προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
View word page
προευθετίζω
accommodate
ShortDef
accommodate
Debugging
Headword:
προευθετίζω
Headword (normalized):
προευθετίζω
Headword (normalized/stripped):
προευθετιζω
IDX:
73719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73720
Key:
Data
{'content': 'accommodate'}